Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το φτάσιμο

См. также в других словарях:

  • φτάσιμο το — φτάσιμο, το το να φτάνει (φτάσει) κανείς κάπου (σε μέρος ή σε κατάσταση), άφιξη, ερχομός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φτάσιμο — και φθάσιμο, το, Ν άφιξη, ερχομός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φτασ / φθασ τού αορ. έφτασ α / έ φθασ α τού ρ. φτάνω / φθάνω + κατάλ. ιμο (πρβλ. βράσ ιμο)] …   Dictionary of Greek

  • απόσωσμα — το (Μ ἀπόσωσμα) ό,τι προσθέτει κανείς νεοελλ. 1. η συμπλήρωση, η ολοκλήρωση μιας εργασίας 2. η άκρη ενός πράγματος 3. το τελευταίο παιδί, το στερνογένι 4. ό,τι έχει απομείνει από ποσότητα υγρού, κυρίως κρασιού μσν. φτάσιμο, άφιξη …   Dictionary of Greek

  • φθάσιμο — το, Ν βλ. φτάσιμο …   Dictionary of Greek

  • Χούσερλ, Έντμουντ — (Husserl, Πρόσνιτς, Μοραβία 1859 – Φράιμπουργκ, Μπάντεν 1938). Γερμανός φιλόσοφος. Με τη φαινομενολογία του τοποθετείται στη θεμελιώδη εκείνη τάση της νεότερης σκέψης, που μετά το τέλος του γερμανικού ιδεαλισμού τείνει να επανεξετάσει και να… …   Dictionary of Greek

  • άφιξη — η φτάσιμο, ερχομός: Η άφιξη του αεροπλάνου θα καθυστερήσει λίγο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποκορύφωση — η το φτάσιμο στο ανώτατο σημείο, στο έπακρο: Η αγανάκτηση του λαού έφτασε στην αποκορύφωσή της με τη συνεχή ανατίμηση των ειδών πρώτης ανάγκης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ερχομός — ο η άφιξη, το φτάσιμο, η προσέλευση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φθάσιμο — το βλ. φτάσιμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»